υαλοποιείο(ν)

υαλοποιείο(ν)
το см. υαλουργείο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υαλοποιείο(ν)" в других словарях:

  • υαλοποιείο — το, Ν [υαλοποιός] το υαλουργείο …   Dictionary of Greek

  • υαλοποιείο — το υαλουργείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλουργείο — το / ὑαλουργεῑον, ΝΜΑ, και ὑελουργεῑον και ὑαλούργιον Α [υαλουργός] εργαστήριο ή εργοστάσιο υαλουργού, υαλοποιείο …   Dictionary of Greek

  • υαλουργείο — υαλουργείο, το και υελουργείο, το εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής γυαλιού ή γυάλινων ειδών, εργαστήριο υαλουργού, υαλοποιείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»